ἐλευθεροστομίας
1ἐλευθεροστομίας — ἐλευθεροστομίᾱς , ἐλευθεροστομία freedom of speech fem acc pl ἐλευθεροστομίᾱς , ἐλευθεροστομία freedom of speech fem gen sg (attic doric aeolic) …
1ἐλευθεροστομίας — ἐλευθεροστομίᾱς , ἐλευθεροστομία freedom of speech fem acc pl ἐλευθεροστομίᾱς , ἐλευθεροστομία freedom of speech fem gen sg (attic doric aeolic) …