ἐλευθεριάζω
1ἐλευθεριάζω — speak pres subj act 1st sg ἐλευθεριάζω speak pres ind act 1st sg …
2ελευθεριάζω — (AM ἐλευθεριάζω) νεοελλ. 1. μιλώ, ενεργώ ή συμπεριφέρομαι κατά τρόπο εντελώς ελεύθερο, παραβλέποντας ή περιφρονώντας ορισμένους κανόνες και συμβάσεις 2. συμπεριφέρομαι αντίθετα προς τα χρηστά ήθη μσν. απαλλάσσω κάποιον από κάτι αρχ. 1. μιλώ ή… …
3ελευθεριάζω — ελευθερίασα, αμτβ. 1. μιλώ ή ενεργώ υπερβολικά ελεύθερα, ξεπερνώ τα όρια. 2. ζω όχι σύμφωνα με τα χρηστά ήθη, ζω ακόλαστη ζωή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐλευθεριαζόντων — ἐλευθεριάζω speak pres part act masc/neut gen pl ἐλευθεριάζω speak pres imperat act 3rd pl …
5ἐλευθεριάζει — ἐλευθεριάζω speak pres ind mp 2nd sg ἐλευθεριάζω speak pres ind act 3rd sg …
6ἐλευθεριάζομεν — ἐλευθεριάζω speak pres ind act 1st pl ἐλευθεριάζω speak imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …
7ἐλευθεριάζον — ἐλευθεριάζω speak pres part act masc voc sg ἐλευθεριάζω speak pres part act neut nom/voc/acc sg …
8ἐλευθεριάζοντα — ἐλευθεριάζω speak pres part act neut nom/voc/acc pl ἐλευθεριάζω speak pres part act masc acc sg …
9ἐλευθεριάζοντι — ἐλευθεριάζω speak pres part act masc/neut dat sg ἐλευθεριάζω speak pres ind act 3rd pl (doric) …
10ἐλευθεριάζουσι — ἐλευθεριάζω speak pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐλευθεριάζω speak pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …