ἐλευθερικόν
1ἐλευθερικόν — ἐλευθερικός free masc acc sg ἐλευθερικός free neut nom/voc/acc sg …
2ελευθερικός — ἐλευθερικός, ή, όν (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. το ελευθερικόν (ενν. χωριό) χωριό που κατοικούσαν στα βυζαντινά χρόνια ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ελεύθερους …