ἐλεητικός
1ἐλεητικός — merciful masc nom sg …
2ελεητικός — ή, ό (Α ἐλεητικός, ή, όν) συμπονετικός, φιλεύσπλαγχνος …
3ελεητικός — ή, ό που συμπονεί, ο ευσπλαχνικός: Χάνουμε την ελεητική, την ανοιχτόκαρδη (Κ. Παλαμάς) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐλεητικόν — ἐλεητικός merciful masc acc sg ἐλεητικός merciful neut nom/voc/acc sg …
5ἐλεητικοί — ἐλεητικός merciful masc nom/voc pl …
6ἐλεητικοῦ — ἐλεητικός merciful masc/neut gen sg …
7ἐλεητικούς — ἐλεητικός merciful masc acc pl …
8ἐλεητικῶς — ἐλεητικός merciful adverbial …