ἐλεγειακός
1ελεγειακός — ή, ό (Α ἐλεγειακός, ή, όν) 1. (για στίχο) αυτός που ανήκει στο ελεγείο από την άποψη τού μέτρου («ελεγειακό πεντάμετρο», «πεντάμετρον ἐλεγειακόν», «ελεγειακός στίχος» ο δακτυλικός πεντάμετρος στίχος υυ| υυ| | υυ| υυ| 2. φρ. «ελεγειακός ποιητής» ή …
2ελεγειακός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ελεγεία ή το ελεγείο (βλ. λλ.): Ελεγειακός ποιητής. 2. μτφ., που έχει τη μελαγχολία, τη θλίψη της ελεγείας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ἐλεγειακά — ἐλεγειακός elegiac neut nom/voc/acc pl ἐλεγειακά̱ , ἐλεγειακός elegiac fem nom/voc/acc dual ἐλεγειακά̱ , ἐλεγειακός elegiac fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4ἐλεγειακῶν — ἐλεγειακός elegiac fem gen pl ἐλεγειακός elegiac masc/neut gen pl …
5ἐλεγειακόν — ἐλεγειακός elegiac masc acc sg ἐλεγειακός elegiac neut nom/voc/acc sg …
6Μνασάλκας — Ελεγειακός ποιητής από τον δήμο Πλαταιών της Σικυωνίας. Έγραψε τα Επιγράμματα, από τα οποία διασώθηκαν δεκαέξι στην Ελληνική Ανθολογία …
7Φανοκλής — Ελεγειακός ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σώθηκαν μόνο 28 στίχοι από το ελεγειακό του ποίημα Έρωτες ή Καλοί, στο οποίο περιγράφει ιστορίες αγάπης με ωραίους νέους. Το απόσπασμα που διασώθηκε περιγράφει τον έρωτα του Ορφέα για τον Κάλαϊ, τον γιο …
8Φωκυλίδης — Ελεγειακός ποιητής από τη Μίλητο (α’ μισό του 6ου αι. π.Χ.). Η ποίησή του έχει πολλά κοινά σημεία με του Ησίοδου, όπως τα εγκώμια της γεωργίας, η εξύμνηση της δικαιοσύνης, ο μισογυνισμός· μερικά αποσπάσματα θυμίζουν τον Θέογνι. Ο Φ. είχε τόσο… …
9Маркопулос, Йоргос — Йоргос Маркопулос греч. Γιώργος Μαρκόπουλος Дата рождения: 1951 год(1951) Место рождения …
10Τυρταίος — Αρχαίος Έλληνας ποιητής (γεννημένος, κατά την πιθανότερη εκδοχή, στη Λακεδαίμονα), που διακρίθηκε γύρω στο 650 π.Χ., όταν με τα τραγούδια του ενθουσίασε, κατά τον B’ Μεσσηνιακό πόλεμο τους Σπαρτιάτες στον αγώνα τους εναντίον των γειτόνων τους… …