ἐλαφρία
1ἐλαφρία — ἐλαφρίᾱ , ἐλαφρία lightness fem nom/voc/acc dual ἐλαφρίᾱ , ἐλαφρία lightness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ελαφρία — ἐλαφρία, η (AM) ελαφρότητα, επιπολαιότητα μσν. περιορισμένη, μικρή ποσότητα αρχ. ανακούφιση …
3ἐλαφρίᾳ — ἐλαφρίαι , ἐλαφρία lightness fem nom/voc pl ἐλαφρίᾱͅ , ἐλαφρία lightness fem dat sg (attic doric aeolic) …
4ἐλαφρίας — ἐλαφρίᾱς , ἐλαφρία lightness fem acc pl ἐλαφρίᾱς , ἐλαφρία lightness fem gen sg (attic doric aeolic) …
5ἐλαφρίαν — ἐλαφρίᾱν , ἐλαφρία lightness fem acc sg (attic doric aeolic) …
6ἐλαφρίαις — ἐλαφρία lightness fem dat pl …
7ἐλαφρίη — ἐλαφρία lightness fem nom/voc sg (epic ionic) …
8αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …
9ελαφρός, -ή, -ό — και ελαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφρός, ή, ό και (α)λαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφριός, ά, ό επίρρ. ά και ιά 1. που έχει μικρό σχετικά βάρος, ανάλαφρος, που εύκολα μετατοπίζεται: Ελαφριά βαλίτσα. 2. που έχει μικρό ειδικό βάρος: Το μπαμπάκι είναι πιο ελαφρό… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …