1ἐλαφικόν — neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ελαφικός — ἐλαφικός, ή, όν (AM) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ελάφι αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλαφικόν το ελαφόβοσκον …
Dictionary of Greek