ἐλαφη-βόλος

  • 1θριοβόλος — θριοβόλος, ὁ (Α) αυτός που ρίχνει ψήφους, λιθαράκια στο μαντικό αγγείο, ο μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριαί «οι Παρνασσίδες νύμφες» + βολος < βάλλω (πρβλ. ελαφη βόλος, κορωνο βόλος)] …

    Dictionary of Greek