ἐλαι-ηρός

  • 1μυρηρός — μυρηρός, ά, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μύρο ή αυτός που χρησιμοποιείται ως δοχείο μύρου («τῆς μυρηρᾱς ληκύθου», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κατάλ. ηρός (πρβλ. ελαι ηρός)] …

    Dictionary of Greek