ἐλαιήεις
1ελαιήεις — ἐλαιήεις, εσσα, εν, αττ. τ. ἐλαιάεις (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο ελιά 2. (για τόπο) αυτός που περιέχει πολλές ελιές, το λιόφυτο 3. ελαιώδης, λαδερός, λιπαρός 4. ο γεμάτος λάδι …
2ἐλαιήεντα — ἐλαιήεις of the olive tree neut nom/voc/acc pl ἐλαιήεις of the olive tree masc acc sg …
3ἐλαιήεντες — ἐλαιήεις of the olive tree masc nom/voc pl …
4ἐλαιήεντος — ἐλαιήεις of the olive tree masc/neut gen sg …
5ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …