ἐλαιο-θέτης
1καταθέσιον — καταθέσιον, τὸ (Α) εκκλ. τόπος όπου καταθέτει κάποιος κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θέσιον (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ελαιο θέσιον, θεσμο θέσιον] …
2κεντροθεσία — κεντροθεσία, ἡ (Α) αστρολ. η πλασματική τοποθέτηση τών ουράνιων σωμάτων κατά τα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ελαιο θεσία, λογο θεσία)] …
3κοπροθέσιον — κοπροθέσιον, τὸ (M) τόπος όπου σωρεύεται κοπριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + θέσιον (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ελαιο θέσιον, χαλκο θέσιον] …
4χαλκοθέσιον — τὸ, Α πιθ. αίθουσα όπου βρισκόταν ο λέβητας λουτρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + θέσιον (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ἐλαιο θέσιον, θεσμοθέσιον] …