ἐλαιηρός
1ελαιηρός — ἐλαιηρός, ά, όν (Α) 1. ελαιώδης, λαδερός («ἐλαιηρά δρόσος» το λάδι) 2. (για αγγείο) αυτό στο οποίο τοποθετείται λάδι, ελαιοδόχος 3. (για έκταση γης) ελαιοπαραγωγός, ελαιοφόρος 4. αυτός που έχει τη διαύγεια ή τη στιλπνότητα τού λαδιού 5. (ποιητ.)… …
2ἐλαιηρός — of masc nom sg …
3ἐλαιηρά — ἐλαιηρός of neut nom/voc/acc pl ἐλαιηρά̱ , ἐλαιηρός of fem nom/voc/acc dual ἐλαιηρά̱ , ἐλαιηρός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
4ἐλαιηρῶν — ἐλαιηρός of fem gen pl ἐλαιηρός of masc/neut gen pl …
5ἐλαιηρόν — ἐλαιηρός of masc acc sg ἐλαιηρός of neut nom/voc/acc sg …
6ἐλαιηραί — ἐλαιηρός of fem nom/voc pl …
7ἐλαιηροῖς — ἐλαιηρός of masc/neut dat pl …
8ἐλαιηροῦ — ἐλαιηρός of masc/neut gen sg …
9ἐλαιηρᾶς — ἐλαιηρός of fem gen sg (attic doric aeolic) …
10ἐλαιηρῆς — ἐλαιηρός of fem gen sg (epic ionic) …
- 1
- 2