ἐλαίᾳ

  • 111βάλσαμο — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται μερικά υγρά που εκκρίνονται από ειδικά φυτά, μόνα τους ή με χάραγμα. Πρόκειται γενικά για διαλυμένες ρητίνες ή ομογενοποιημένες σε αιθέρια έλαια που περιέχουν βενζοϊκό ή κιναμωμικό οξύ. Σχεδόν όλα τα β. έχουν την …

    Dictionary of Greek

  • 112βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… …

    Dictionary of Greek

  • 113γεργέριμος — γεργέριμος, η (Α) (ενν. ἐλαία) ελιά ώριμη, έτοιμη να πέσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αμφίβολος παραμένει ο συσχετισμός τής λ. με το γέρων καθώς και με το αρχ. ινδ. jarjara «εύθραυστος, αυτός που απειλεί καταστροφή». Σύμφωνα με νεώτερη άποψη,… …

    Dictionary of Greek

  • 114γλαυκώπις — γλαυκῶπις, ( ιδος), η (Α) 1. (για την Αθηνά) αυτή που έχει λαμπερά ή γκριζογάλανα μάτια 2. γλαυκός («γλαυκῶπις ἐλαία, σελήνη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + ωπις < ωψ, ωπός, «μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. βλοσυρώπις, βοώπις, ελικώπις). Η αρχική σημασία τού …

    Dictionary of Greek

  • 115διάτομα — Άθροισμα μικροσκοπικών μονοκύτταρων φυτικών οργανισμών, υποδιαίρεση των κρυπτογάμων. Ονομάζονται και βακιλλαριόφυτα. Χαρακτηρίζονται από το στοιχείο ότι το κυτταρικό τους πρωτόπλασμα και τα συστατικά του (περιλαμβάνονται και τα φαιόχρωμα ή… …

    Dictionary of Greek

  • 116διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …

    Dictionary of Greek

  • 117ελάα — ἐλάα, η (αττ. τ. τού ουσ. ελαία) (Α) το φυτό, το δέντρο τής ελιάς …

    Dictionary of Greek

  • 118ελαιορρητίνη — η ονομασία φυσικών προϊόντων που αποτελούνται από αιθέρια έλαια και περιέχουν διαλυμένες ρητίνες …

    Dictionary of Greek

  • 119ελαιοσυρμοκινητήρας — ο συρμοκινητήρας που κινείται με βαριά έλαια …

    Dictionary of Greek

  • 120ελαιόλαδο — Βλ. λ. έλαια. * * * το το λάδι από ελιά, σε αντιδιαστολή προς άλλα λάδια φυτικής, ζωικής κ.λπ. προελεύσεως …

    Dictionary of Greek