ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον

  • 1υψιγέννητος — ον, Α αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο υψόμετρο («ἔχοντ ἐλαίας θ ὑψιγέννητον κλάδον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + γέννητος (< γεννητός < γεννῶ), πρβλ. ἀρτι γέννητος] …

    Dictionary of Greek