ἐλήϑετο συνϑεσιάων

  • 1συνθεσία — και ιων. τ. συνθεσίη, ἡ, Α 1. συναρμογή, αρμός 2. συνέχεια 3. στοίχημα 4. στον πληθ. αἱ συνθεσίαι α) συνθήκες, συμφωνίες β) εντολές ή συμβουλές («οὐδ υἱὸς Καπανῆος ἐλήθετο συνθεσιάων τάων», Ομ, Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθεσις, κατά τα θηλ. σε ία] …

    Dictionary of Greek