ἐλάτῃσι

  • 1ἐλάτῃσι — ἐλάτη silver fir fem dat pl (epic ionic) ἐλάτης masc dat pl (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2μακεδνός — μακεδνός, ή, όν (Α) 1. μακρύς, ψηλός («ἐλάτῃσι μακεδναῑς», Νίκ.) 2. δωρικός («Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν ἔθνος», Ηρόδ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «μακεδνὰ σκῡλα τὰ οὐράνια καὶ μεγάλα, ἢ ὅ,τι τρόπαια μετέωρα ἵσταται». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακ εδνός ανάγεται στην… …

    Dictionary of Greek