ἐλάτινος
1ελάτινος, -η, -ο — και ελατένιος, ια, ιο και ελατίσιος, ια, ιο ο κατασκευασμένος από ξύλο έλατου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ἐλάτινος — of the fir masc nom sg …
3ελάτινος — η, ο (AM ἐλάτινος, η, ον και ἐλάτινος, ον Α και εἰλάτινος, η, ον) ο κατασκευασμένος από ξύλο έλατου αρχ. 1. αυτός που ανήκει σε έλατο ή προέρχεται απὸ αυτό («ὄζοι εἰλάτινοι, ξύλα ἐλάτινα») 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο άνθος τής… …
4εἰλάτινον — ἐλάτινος of the fir masc acc sg ἐλάτινος of the fir neut nom/voc/acc sg …
5ἐλατίνων — ἐλάτινος of the fir fem gen pl ἐλάτινος of the fir masc/neut gen pl …
6ἐλάτινον — ἐλάτινος of the fir masc acc sg ἐλάτινος of the fir neut nom/voc/acc sg …
7εἰλατίνην — ἐλάτινος of the fir fem acc sg (attic epic ionic) …
8εἰλατίνοις — ἐλάτινος of the fir masc/neut dat pl …
9εἰλατίνοισιν — ἐλάτινος of the fir masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
10εἰλατίνου — ἐλάτινος of the fir masc/neut gen sg …