ἐκ-πήδημα
1πήδημα — leap neut nom/voc/acc sg …
2πήδημα — το, ΝΜΑ [πηδώ] 1. το να πηδάει κάποιος ή η απόσταση που καλύπτει με την κίνησή του, το άλμα 2. φρ. «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» αν μπορείς απόδειξε έμπρακτα τους κομπασμούς σου νεοελλ. η συνουσία, η όχευση αρχ. 1. αναπήδηση, ανασκίρτηση 2.… …
3πήδημα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πηδώ, άλμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πήδημ' — πήδημα , πήδημα leap neut nom/voc/acc sg πήδημι , πηδάω leap pres ind act 1st sg πήδημαι , πηδάω leap pres ind mp 1st sg …
5πηδημάτων — πήδημα leap neut gen pl …
6πηδήμασι — πήδημα leap neut dat pl …
7πηδήμασιν — πήδημα leap neut dat pl …
8πηδήματα — πήδημα leap neut nom/voc/acc pl …
9πηδήματι — πήδημα leap neut dat sg …
10πηδήματος — πήδημα leap neut gen sg …