ἐκ-διαβαίνω
1διαβαίνω — stride pres subj act 1st sg διαβαίνω stride pres ind act 1st sg …
2διαβαίνω — διαβαίνω, διάβηκα, (να διαβώ) βλ. πίν. 92 …
3διαβαίνω — (AM διαβαίνω) Ι. (μτθ. με αιτ.) 1. περνώ από κάποιον τόπο, διασχίζω 2. περνώ από το ένα μέρος στο άλλο 3. φρ. «διέβη τον Ρουβίκωνα» με αποφασιστικότητα επιχείρησε κάτι παράτολμο II. (αμτβ.) 1. διέρχομαι, κυλώ, περνώ 2. παρέρχομαι, περνώ, παύω να… …
4διαβαίνω — διάβηκα 1. μτβ., περνώ κάτι, περνώ από έναν τόπο, πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο: Διαβαίνω καθημερινά τη γέφυρα του ποταμού για να φτάσω στο σχολείο. 2. αμτβ., περνώ, κυλώ και παρέρχομαι: Οι ευτυχισμένες ώρες διαβαίνουν πολύ γρήγορα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5διαβαίνετε — διαβαίνω stride pres imperat act 2nd pl διαβαίνω stride pres ind act 2nd pl διαβαίνω stride imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
6διαβαίνῃ — διαβαίνω stride pres subj mp 2nd sg διαβαίνω stride pres ind mp 2nd sg διαβαίνω stride pres subj act 3rd sg …
7διαβήσῃ — διαβαίνω stride aor subj act 3rd sg διαβαίνω stride aor subj mid 2nd sg (epic) διαβαίνω stride fut ind mid 2nd sg …
8αλαφροδιαβαίνω — διαβαίνω με ελαφρό βήμα (για πτηνά, με ελαφρό πέταγμα για τον άνεμο, με ελαφριά πνοή). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + διαβαίνω] …
9διαβαινόντων — διαβαίνω stride pres part act masc/neut gen pl διαβαίνω stride pres imperat act 3rd pl …
10διαβαῖνον — διαβαίνω stride pres part act masc voc sg διαβαίνω stride pres part act neut nom/voc/acc sg …