ἐκ-δεσμεύω
1δεσμεύω — fetter pres subj act 1st sg δεσμεύω fetter pres ind act 1st sg …
2δεσμεύω — δεσμεύω, δέσμευσα βλ. πίν. 19 …
3δεσμεύω — (AM δεσμεύω) [δεσμός] 1. δένω 2. φυλακίζω 3. συγκρατώ, περιορίζω νεοελλ. 1. επιβάλλω σε κάποιον δέσμευση νομική ή ηθική με έγγραφο, υπόσχεση, όρκο κ.λπ. 2. «δεσμεύονται οι καταθέσεις» απαγορεύεται μετά από κρατική απόφαση η ανάληψη καταθέσεων με… …
4δεσμεύω — δέσμευσα, δεσμεύτηκα, δεσμευμένος, επιβάλλω σε κάποιον νομικό ή ηθικό περιορισμό: Έχω δεσμευτεί να την παντρευτώ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5δεσμεύετε — δεσμεύω fetter pres imperat act 2nd pl δεσμεύω fetter pres ind act 2nd pl δεσμεύω fetter imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
6δεσμεύσει — δεσμεύω fetter aor subj act 3rd sg (epic) δεσμεύω fetter fut ind mid 2nd sg δεσμεύω fetter fut ind act 3rd sg …
7δεσμεύσω — δεσμεύω fetter aor subj act 1st sg δεσμεύω fetter fut ind act 1st sg δεσμεύω fetter aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
8δεσμοί — δεσμεύω fetter pres subj mp 2nd sg δεσμεύω fetter pres ind mp 2nd sg δεσμεύω fetter pres subj act 3rd sg δεσμός band masc nom/voc pl …
9δεσμώσω — δεσμεύω fetter aor subj act 1st sg δεσμεύω fetter fut ind act 1st sg δεσμεύω fetter aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
10δεδέσμευσαι — δεσμεύω fetter perf ind mp 2nd sg δεσμεύω fetter perf ind mp 2nd sg …