ἐκ συνθήκης

  • 41Σεβρών συνθήκη — Στις Σ. υπογράφηκε και η συνθήκη που φέρει το όνομα της πόλης και που ρύθμιζε το μικρασιατικό πρόβλημα. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης αυτής η Ελλάδα γινόταν κράτος «πέντε θαλασσών και δύο ηπείρων», τα Στενά περνούσαν στον έλεγχο διεθνούς… …

    Dictionary of Greek

  • 42Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 43Φλώρινας, νομός — Νομός (1.863 τ. χλμ., 54.768 κάτ.) της περιφέρειας δυτικής Μακεδονίας στο βόρειο τμήμα της. Συνορεύει στα Β με τη Π.Γ.Δ.Μ., στα Α με τους νομούς Πέλλας και Κοζάνης, στα Ν με τους νομούς Κοζάνης και Καστοριάς και στα Δ με την Αλβανία. Πρωτεύουσα… …

    Dictionary of Greek

  • 44Ψαρά — Μικρό νησί 18 χλμ. ΒΔ της Χίου. Έχει έκταση 39,77 τ. χλμ. και ένα μοναδικό οικισμό, τα Ψαρά (; κάτ.). Στο νησί υπάρχει επίσης η μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Διοικητικά το νησί υπάγεται στον νομό Χίου. Γυμνό, ξηρό και άγονο (ψηλότερη κορυφή 531 …

    Dictionary of Greek

  • 45καταγγελία — η 1. ηπράξη και το αποτέλεσμα του καταγγέλλω, μήνυση στο δικαστήριο, κατάδοση: Έκανε ψεύτικες καταγγελίες. 2. η φράση «καταγγελία συνθήκης» ή «καταγγελία σύμβασης» σημαίνει ειδοποίηση του ενός από τους δύο που είχαν έρθει σε συνθήκη ή σύμβαση… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 46Тенедос — У этого термина существуют и другие значения, см. Тенедос (фрегат). Бозджаада (Тенедос) Координаты: Координаты …

    Википедия

  • 47Бозджаада — Запрос «Тенедос» перенаправляется сюда; см. также Тенедос (фрегат) Бозджаада (Тенедос) Координаты: Координаты …

    Википедия

  • 48Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 49άγραφος — η, ο (Α ἄγραφος, ον) [γράφω] 1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος 2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος 3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 50άρθρο — Κλιτό μέρος του λόγου· γενικά μονοσύλλαβες λέξεις που μπαίνουν πριν από τα πτωτικά. Κατά την άποψη ορισμένων αρχαίων γραμματικών και νεότερων γλωσσολόγων, η χρήση του ά. ήταν εντελώς άγνωστη στα χρόνια του Ομήρου· κατ’ άλλους όμως η αρθρική χρήση …

    Dictionary of Greek