ἐκ συνθήκης

  • 111Βαρβαρέσος, Κυριάκος — (Αθήνα 1884 – 1957). Οικονομολόγος. Άρχισε τη σταδιοδρομία του το 1911 ως υπάλληλος του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, το 1918 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της πολιτικής οικονομίας στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1923 έγινε… …

    Dictionary of Greek

  • 112Βαρβάτης, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Βυτίνα. Ήταν εγκατεστημένος στην Οδησσό και εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Ήρθε στην Ελλάδα και διετέλεσε πληρεξούσιος της Γορτυνίας στη Β’ Εθνοσυνέλευση (1823). Το 1822 μπήκε στο Ναύπλιο για τη σύνταξη της …

    Dictionary of Greek

  • 113Βαρκελώνη — (Barcelona). Πόλη (1.496.266 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ισπανίας στις ακτές της Μεσογείου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (7.728 τ. χλμ., 4.804.626 κάτ. το 2001) και του γεωγραφικού διαμερίσματος της Καταλονίας. Είναι χτισμένη σε παράλια πεδινή… …

    Dictionary of Greek

  • 114Βεγλερής, Γρηγόριος — (Κωνσταντινούπολη 1862 – 1948). Τελευταίος ηγεμόνας της Σάμου, επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σπούδασε στην Ευρώπη. Διετέλεσε διοικητικός υπάλληλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και μουτεσαρίφης (έπαρχος) Μερσίνας. Τον Μάρτιο του 1912 πήγε στη Σάμο …

    Dictionary of Greek

  • 115Βερολίνο — (Βerlin). Πόλη (3.392.900 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Γερμανικής Ομοσπονδίας (από το 1871 έως το 1945, και ξανά από το 1990, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών και των αντίστοιχων τμημάτων του Β., Ανατολικού και… …

    Dictionary of Greek

  • 116Βιέννη — (Wien). Πόλη και κρατίδιο (415 τ. χλμ., 1.562.676 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Αυστρίας, πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Αυστρίας. H Β. βρίσκεται σε υψόμετρο 170 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και εκτείνεται μεταξύ της… …

    Dictionary of Greek

  • 117Βολονάκης, Μιχαήλ — (Σύμη 1875 – Αθήνα 1950).Ιστορικός συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετεκπαιδεύτηκε στην Αγγλία και, όταν γύρισε στην Ελλάδα, διορίστηκε στη δημόσια εκπαίδευση. Διετέλεσε γυμνασιάρχης στο Αίγιο και στην Αθήνα, διευθυντής… …

    Dictionary of Greek

  • 118Γκίκας — I Φαναριώτικη οικογένεια αλβανικής καταγωγής. Πολλά από τα μέλη της τιμήθηκαν με σημαντικά αξιώματα από τους σουλτάνους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, από τους πρώτους κιόλας αιώνες μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. 1. Γεώργιος Ματθίας (1590 – …

    Dictionary of Greek

  • 119Γκρο, Αντουάν-Ζαν — (Antoine Jean Gros, Παρίσι 1771 – Μπα Μεντόν, Σεν ε Ουάζ 1835).Γάλλος ζωγράφος. Μαθητής από το 1785 του Ζακ Λουί Νταβίντ, μελετούσε συγχρόνως τη βενετική, τη φλαμανδική και την ολλανδική ζωγραφική στο κατάστημα του ονομαστού παλαιοπώλη Λεμπρέν.… …

    Dictionary of Greek

  • 120Δαμάγητος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Ιαλυσού της Ρόδου (6oς; αι. π.Χ.). Έπειτα από συμβουλή του Μαντείου των Δελφών, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να πάρει για σύζυγο την κόρη του αρίστου των Ελλήνων, νυμφεύτηκε την κόρη του Μεσσήνιου ήρωα… …

    Dictionary of Greek