ἐκ μάχας
1μαχᾶς — μαχᾶ̱ς , μαχάω wish to fight pres ind act 2nd sg (doric) …
2μάχας — μάχᾱς , μάχη battle fem acc pl μάχᾱς , μάχη battle fem gen sg (doric aeolic) μάχᾱς , μαχάω wish to fight imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
3λεοντομάχας — λεοντομάχας, ὁ (Α) λεοντομάχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + μάχας (< μάχη), πρβλ. ενδο μάχας, νικο μάχας] …
4μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …
5χειρομάχας — ὁ, Μ ο χειρομάχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάχας / μάχης (< μάχομαι), πρβλ. λεοντο μάχας] …
6ALLIUM — I. ALLIUM non minus ac cepe et porrum, inter Aegyptiorum olim Numina: de quibus sic Prudentius contra Symmachum l. 2. v. 465. Quadriviis brevioribus ire parati Vilia Niliacis venerantur oluscula in hortis, Porrum et cepe Deos imponcre nubibus… …
7ακαμαντομάχας — ἀκαμαντομάχας και ἀκαμαντομάχης, ο (Α) ο ακάματος, ακούραστος στη μάχη «ἀκαμαντομάχαι Ζηνὸς υἱοὶ» (Πινδ. Πυθ. 4, 171). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + μάχας < μάχη] …
8αναιδομάχας — ἀναιδομάχας, ο (Α) ο τολμηρός στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναιδής + μάχας < μάχη] …
9αντιτυγχάνω — ἀντιτυγχάνω (Α) 1. συναντώ κάποιον 2. επιτυγχάνω 3. φρ. «ἀντιτυγχάνω μάχας» φιλονικώ …
10θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… …
- 1
- 2