ἐκ δεσμῶν

  • 81τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… …

    Dictionary of Greek

  • 82τετραπολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τετράπολο 2. φρ. α) «τετραπολικός συντονισμός» φυσ. κβαντικό φαινόμενο, σύμφωνα με το οποίο ορισμένοι ατομικοί πυρήνες, καθώς συμπεριφέρονται ως ηλεκτρικά τετράπολα, είναι δυνατόν να απορροφήσουν… …

    Dictionary of Greek

  • 83τριγωνικός — ή, ό / τριγωνικός, ή, όν, ΝΑ [τρίγωνον] αυτός που έχει σχήμα τριγώνου νεοελλ. 1. χημ. (σχετικά με τύπο υβριδίωσης κατά την περιγραφή τών χημικών δεσμών) αυτός στον οποίο παίρνουν μέρος τρία τροχιακά ενός ατόμου, ένα τροχιακό s και τρία τροχιακά p …

    Dictionary of Greek

  • 84τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… …

    Dictionary of Greek

  • 85υβριδισμός — ο, και υβριδίωση, η, Ν 1. βιολ. οι φυσικές ή τεχνητές διεργασίες που οδηγούν στον σχηματισμό ενός υβριδίου 2. χημ. θεωρία η οποία επιτρέπει την ποιοτική και ποσοτική περιγραφή ορισμένων ομοιοπολικών δεσμών και η οποία προβλέπει την αντικατάσταση… …

    Dictionary of Greek

  • 86υδρόλυση — Φαινόμενο το οποίο οφείλεται στην αντίδραση διάσπασης που προκαλείται από το νερό, κατά την οποία τα ιόντα προστίθενται στις σχηματιζόμενες ρίζες. Στην ανόργανη χημεία, η υ. είναι μια χαρακτηριστική αντίδραση των αλάτων, που, όταν αναμειχτούν με… …

    Dictionary of Greek

  • 87υπανίημι — Α (μτβ. και αμτβ.) μετριάζω κάπως, χαλαρώνω λίγο (α. «ὑπανίει τῶν δεσμῶν», Ιώσ. β. «τοῡ φόβου μικρὸν ὑπανέντος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀνίημι «χαλαρώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 88υποπλεύριος — α, ο, Ν ανατ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τις πλευρές τού θώρακα 2. φρ. «υποπλεύριος μυς» ανατ. ονομασία δεσμών τού έσω μεσοπλεύριου μυός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + πλευρό + κατάλ. ιος. Το επίθ., στον πληθ. τού ουδ. ὑποπλεύρια, μαρτυρείται από… …

    Dictionary of Greek

  • 89φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …

    Dictionary of Greek

  • 90φιλιοποιώ — έω, Μ [φιλιοποιός] συντελώ, συμβάλλω στη σύναψη φιλικών ή και ερωτικών δεσμών …

    Dictionary of Greek