ἐκ γῆς τε καὶ ὕδατος

  • 21γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …

    Dictionary of Greek

  • 22βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …

    Dictionary of Greek

  • 23θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …

    Dictionary of Greek

  • 24κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …

    Dictionary of Greek

  • 25CUMULUS — apud Solinum, c. 32. in τροεκδόσει, de Nilo exundante, Emissis omnibus cumulis totam fluctuationem erumpere, idem quod tumulus, agger, moles, Graece χῶμα: cuiusmodi aggeres in Nilo ad emittendas aquas aut avertendas neri consuevisse, diximus… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 26υποχερσούμαι — όομαι, Α (για έκταση γης) εκχερσώνομαι βαθμιαία («ἄνω τῆς ἐπιφανείας τοῡ ὕδατος ὑποχερσουμένης τῇ βάσει», Γρηγ. Νύσα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χερσοῦμαι «γίνομαι ξηρός και άγονος»] …

    Dictionary of Greek