ἐκ γῆς βαρβάρου λελῃσμένη

  • 1ληίζομαι — ληΐζομαι (AM, Α σπαν. και ενεργ. ληΐζω, επικ. και ιων. τ. λεΐζομαι, αττ. τ. λήζομαι) (ενεργ. και συν. μέσ.) λαφυραγωγώ, λεηλατώ, ληστεύω, διαρπάζω, ερημώνω με επιδρομή (α. «τὴν πολεμίαν ληΐσοντας», Θεοφύλ. Σ. β. «ἐλῄζοντο δὲ καὶ κατ ἤπειρον… …

    Dictionary of Greek