ἐκ γῆς

  • 121γεωμαγνητικό φαινόμενο — Η επίδραση του γήινου μαγνητικού πεδίου στην κοσμική ακτινοβολία. Το μαγνητικό πεδίο της Γης είναι πολύ ασθενές, της τάξης μόνο ενός γκάους, ενώ είναι εύκολη η παραγωγή πεδίων στους επιταχυντές σωματίων της τάξης αρκετών δεκάδων χιλιάδων γκάους.… …

    Dictionary of Greek

  • 122διαφυγής, ταχύτητα — (Αστρον.). Η ελάχιστη ταχύτητα που πρέπει να αποκτήσει ένα σώμα, ώστε, όταν εκτοξεύεται από την επιφάνεια ενός πλανήτη, να απομακρυνθεί από αυτόν χωρίς η δύναμη της βαρύτητας του πλανήτη να μπορεί να το συγκρατήσει και να το επαναφέρει στην… …

    Dictionary of Greek

  • 123εκλειπτική — Η τροχιά της Γης γύρω από τον Ήλιο, η οποία είναι μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας. Κατά τη διάρκεια της κίνησης της Γης γύρω από τον Ήλιο, ο Ήλιος φαίνεται ότι κινείται στην ουράνια σφαίρα στο ίδιο επίπεδο και κατά την ίδια φορά. Επομένως ως …

    Dictionary of Greek

  • 124ηλιακός άνεμος — Ροή φορτισμένων σωματιδίων, κυρίως πρωτονίων και ηλεκτρονίων, που εκτοξεύονται από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου, το ηλιακό στέμμα, έχει θερμοκρασία περίπου 1,5⋅ 106°Κ και είναι φυσικό –σε τόσο υψηλές… …

    Dictionary of Greek

  • 125ηπειρογενετικές κινήσεις — Όρος της γεωλογίας, που εκφράζει το σύνολο των αργών κινήσεων που προκαλούν τις κατακόρυφες μετατοπίσεις (εξάρσεις ή καθιζήσεις) εκτεταμένων περιοχών της Γης, χωρίς να διαταράσσεται ο τεκτονικός ιστός των πετρωμάτων, είτε με πτυχώσεις είτε με… …

    Dictionary of Greek

  • 126Ιμαλάια — (Himalayas). Μεγάλη ορεινή αλυσίδα της νοτιοκεντρικής Ασίας, η ψηλότερη της Γης. Η ονομασία είναι σανσκριτικής προέλευσης· οι λέξεις himaalaya σημαίνουν κατοικία των χιονιών. Τα Ι. διαγράφουν ένα τόξο μήκους περίπου 2.500 χλμ. και πλάτους 200 χλμ …

    Dictionary of Greek

  • 127Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …

    Dictionary of Greek

  • 128ισοστασία ή ισοστατική ισορροπία — Οι συνθήκες ισορροπίας των διαφόρων τεμαχίων του φλοιού της Γης και το σύνολο των παραγόντων που την προκαλούν. Σύμφωνα με τη θεωρία του Πρατ –την οποία υιοθέτησε, τροποποιώντας την σε ορισμένα σημεία, ο Άγγλος αστρονόμος Έιρι το 1885 (αργότερα… …

    Dictionary of Greek