ἐκχορεύω
1εκχορεύω — ἐκχορεύω (Α) 1. βγαίνω από τον χορό 2. μτφ. εκρήγνυμαι, ξεσπάω 3. μτφ. αγάλλομαι, σκιρτώ από χαρά 4. μέσ. αποβάλλω, διώχνω κάποιον από τον χορό …
2ἐξεχορεύσατο — ἐκχορεύω break out of the chorus aor ind mid 3rd sg …
3ἐξεχόρευε — ἐκχορεύω break out of the chorus imperf ind act 3rd sg …
4ἐξεχόρευσε — ἐκχορεύω break out of the chorus aor ind act 3rd sg …
5ἐξεχόρευσεν — ἐκχορεύω break out of the chorus aor ind act 3rd sg …