ἐκφορᾶς
1ἐκφορᾶς — ἐκφορά carrying out fem gen sg (attic doric aeolic) …
2ἐκφοράς — ἐκφορά̱ς , ἐκφορά carrying out fem acc pl …
3THECA — in Vita Eligii Episcopi Noviom. Multis Sanctorum ex auro, argento atque gemmis fabricavit thecas sive tumbas, capsa est SS. reliquiis instructa. Ex Graeco θήκη, quod inter alia loculum, in quo defuncti corpus efferebatur, inprimis notavit. Eâdem… …
4αφωνία — Ανικανότητα εκφοράς ήχου, και συνεπώς πλήρης απώλεια της φωνής, που είναι αποτέλεσμα οξείας ή χρόνιας φλεγμονής ή όγκων του λάρυγγα, ιδιαίτερα στην περιοχή των φωνητικών χορδών. Η α. μπορεί να είναι και νευρικής φύσης, η οποία οφείλεται σε… …
5γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… …
6διφόρησις — διφόρησις, η (Μ) διπλός τρόπος γραφής ή εκφοράς τής λέξεως …
7κηδεία — η (ΑΜ κηδεία) [κηδεύω] η φροντίδα για τον νεκρό, η εθιμική θρησκευτική και κοινωνική πράξη τής εκφοράς και τής ταφής τού νεκρού αρχ. 1. θρήνος, πένθος 2. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία («ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατ οἰκειότητα καὶ κηδείαν… …
8προσφάζω — ΜΑ, και αττ. τ. προσφάττω Α σφάζω κάτι ή κάποιον πρώτο («πρῶτα μὲν τὸν υἱὸν ἐγγὺς προσαγωγὼν [προσ]έσφαξεν», Πλούτ.) αρχ. θυσιάζω κάτι ή κάποιον εκ τών προτέρων («ἱερεῑά τε προσφάττοντες πρὸ τῆς ἐκφορᾱς τοῡ νεκροῡ», Πλάτ.) …
9προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… …
10πρυλεύσεις — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐπὶ τῆς ἐκφορᾱς τῶν τελευσάντων παρὰ τῷ ἱερεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρυλέες και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *πρυλεύω. Αξιοσημείωτη είναι η θρησκευτική σημ. τής λ. παράλληλα προς την στρατιωτική σημ.… …
- 1
- 2