ἐκτᾰτός
1εκτατός — ή, ό (Α ἐκτατός, ή, όν) αυτός που επιδέχεται έκταση, που μπορεί να εκταθεί νεοελλ. φυσ. το εκτατόν η ιδιότητα τών στερεών σωμάτων να παθαίνουν μόνιμη αλλοίωση στο σχήμα τους με μηχανικά μέσα χωρίς να καταστραφεί η εσωτερική συνοχή τών μορίων τους …
2εκτατός — ή, ό 1. που μπορεί να εκταθεί. 2. (φυσ.), το ουδ. ως ουσ., εκτατό η ιδιότητα των στερεών σωμάτων να παθαίνουν μόνιμη αλλοίωση του σχήματός τους με την επίδραση μηχανικών δυνάμεων, χωρίς να καταστρέφεται η εσωτερική συνοχή των μορίων τους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ἐκτατά — ἐκτατός capable of extension neut nom/voc/acc pl ἐκτατά̱ , ἐκτατός capable of extension fem nom/voc/acc dual ἐκτατά̱ , ἐκτατός capable of extension fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4ἐκτατήν — ἐκτατός capable of extension fem acc sg (attic epic ionic) …
5ανέκτατος — η, ο αυτός που δεν επιδέχεται έκταση, άπλωμα, μη εκτατός …
6ανέλατος — η, ο (Α ἀνέλατος, ον) αυτός που δεν είναι εκτατός με σφυρηλάτηση ή συμπίεση αρχ. βλ. ανήλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ελατός < ελαύνω «σφυρηλατώ»] …
7αναπτυκτός — ή, ό αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, εξαπλώσιμος, εκτατός …
8αυτοέκτατος — αὐτοέκτατος, ον (Μ) (για συλλαβή) η φύσει μακρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + εκτατός < εκτείνώ] …
9Κορρές, Στυλιανός — (Κωμιακή Νάξου 1910 – 1989). Φιλόλογος και πανεπιστημιακός. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Ιένα. Το 1947 αναγορεύθηκε διδάκτορας της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου …
10Μαστροδημήτρης, Παναγιώτης — (Μαντούδι Εύβοιας 1934 –). Φιλόλογος, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας (1970). Σταδιοδρόμησε αρχικά ως καθηγητής σε σχολεία της μέσης εκπαίδευσης και από το …