ἐκτόπιος
1εκτόπιος — ἐκτόπιος, α, ον (Α) 1. απομακρυσμένος, μακριά από έναν τόπο («ἀπάγετ ἐκτόπιόν με» απομακρύνατέ με από τον τόπο, Σοφοκλ.) 2. ξένος, αλλοδαπός, όχι εντόπιος 3. εξωτικός, θαυμάσιος, παράδοξος …
2ἐκτόπιος — put away masc nom sg …
3ἐκτόπιον — ἐκτόπιος put away masc acc sg ἐκτόπιος put away neut nom/voc/acc sg …
4ἐκτοπίους — ἐκτόπιος put away masc acc pl …
5ἐκτόπια — ἐκτόπιος put away neut nom/voc/acc pl …
6ἐκτόπιοι — ἐκτόπιος put away masc nom/voc pl …
7ἐκτοπίαν — ἐκτοπίᾱν , ἐκτόπιος put away fem acc sg (attic doric aeolic) …