ἐκτάξῃ

  • 1έκταξη — η (AM ἔκταξις) νεοελλ. έγγραφη εξουσιοδότηση που γίνεται σε κάποιον για είσπραξη πραγμάτων ή χρημάτων (| μσν. (νομ.) εντολή σε κάποιον να υποσχεθεί ή να δώσει κάτι σε τρίτον, αλλιώς αντίδοσις αρχ. 1. παράταξη τού στρατού για μάχη 2. εκστρατεία… …

    Dictionary of Greek

  • 2ἐκτάξῃ — ἐκτάξηι , ἔκταξις array of battle fem dat sg (epic) ἐκτάσσω draw out in battle order aor subj mid 2nd sg ἐκτάσσω draw out in battle order aor subj act 3rd sg ἐκτάσσω draw out in battle order fut ind mid 2nd sg ἐκτάσσω draw out in battle order aor …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)