ἐκρέω

  • 91μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… …

    Dictionary of Greek

  • 92παρεκρέω — Α [εκρέω] ρέω και περνώ από κοντά, παραρρέω …

    Dictionary of Greek

  • 93παρεξέρχομαι — ΜΑ [εξέρχομαι] μσν. εξέρχομαι, εκρέω αρχ. 1. εξέρχομαι κρυφά ή κοντά σε κάποιον 2. περνώ από κοντά 3. παραβαίνω 4. φρ. «παρεξέρχεσθαί τι τῆς ἀληθείας» μτφ. απομακρύνομαι από την αλήθεια …

    Dictionary of Greek

  • 94προρέω — Α (επικ. τ.) (αμτβ.) ρέω προς τα εμπρός, εκρέω 2. (μτβ.) χύνω προς τα έξω, εκχέω («[κρήνη] ὕδωρ προρέεσκε», Απολλ. Ρόδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 95πυορροώ — έω, Α εκρέω πύον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύον + ρροῶ (< ρρους < ῥέω), πρβλ. φυλλο ρροώ] …

    Dictionary of Greek

  • 96ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν …

    Dictionary of Greek

  • 97σταλάζω — ΝΜΑ, και λόγιος τ. σταλάσσω Ν, και μτγν. σταλάσσω και σταλάττω και οταλάω Α 1. (μτβ.) αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «τού στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ δάκρυ σταλάσσω», Ευρ. γ. «μὴ σταλάζετε… …

    Dictionary of Greek

  • 98συμμεταρρέω — Α ρέω ή εκρέω μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεταρρέω «ρέω προς άλλη διεύθυνση»] …

    Dictionary of Greek

  • 99συναπορρέω — ΜΑ 1. εκρέω συγχρόνως («τὸ ὕδωρ συναπορρεῑ διὰ τὴν ἀνωμαλίαν», Πλούτ.) 2. χάνομαι, εκλείπω μαζί με άλλον …

    Dictionary of Greek

  • 100συνκρέω — ΜΑ 1. ρέω συγχρόνως («καὶ αἱμάλωψ κοτὲ τῷ πύῳ συνεκρέει», Αρετ.) 2. μτφ. εξαφανίζομαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκρέω «χύνομαι έξω, λειώνω, αφανίζομαι»] …

    Dictionary of Greek