ἐκρέω

  • 81ἐκρέοι — ἐκρέοῑ , ἐκρέω flow out pres opt act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἐκρέοῑ , ἐκρέω flow out pres opt act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 82ἐκῥεῖ — ἐκρεῖ , ἐκρέω flow out pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐκρεῖ , ἐκρέω flow out pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 83ἐξερεῖθ' — ἐξερεῖτο , ἐξεράω evacuate pres opt mp 3rd sg (epic ionic) ἐξερεῖτε , ἐξεράω evacuate pres imperat act 2nd pl (attic epic ionic) ἐξερεῖτε , ἐξεράω evacuate pres opt act 2nd pl (epic ionic) ἐξερεῖτε , ἐξεράω evacuate pres ind act 2nd pl (attic… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 84ἔκρουν — ἔκροος outflow masc acc sg (attic) ἐκρέω flow out imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἐκρέω flow out imperf ind act 1st sg (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 85διαπηδώ — (Α διαπηδῶ, άω) 1. πηδώ μέσα από κάτι 2. διαρρέω, εκρέω διά μέσου …

    Dictionary of Greek

  • 86εκροιζώ — ἐκροιζῶ ( έω) (Α) εκρέω*, εκπέμπω, εξορμώ, διαχέω, διασπείρω …

    Dictionary of Greek

  • 87εκστάζω — ἐκστάζω (Α) 1. στάζω, εκρέω 2. διοχετεύω έξω …

    Dictionary of Greek

  • 88εκχύνω — και εκχέω (AM ἐκχέω) 1. χύνω προς τα έξω, χύνω («τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας») 2. μέσ. εκχύνομαι α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι β) εκρέω, αναβλύζω γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι αρχ. 1. δίνω,… …

    Dictionary of Greek

  • 89εξανίημι — ἐξανίημι (Α) [ανίημι] 1. απορρίπτω, αποβάλλω, στέλνω προς τα έξω («ἄποιν ἐπισχέτω ξίφος δέρῃ πρὸς ἀνδρὸς αἷμά τ ἐξανιέτω», Ευρ.) 2. αναδίδω («ὀδμήν ἀξανίεσκον», Απολλ. Ρόδ.) 3. (με γεν.) βγάζω, κάνω κάτι να βγει 4. (ειδ.) (με γεν.) εξακοντίζω… …

    Dictionary of Greek

  • 90κηκίω — κηκίω, δωρ. τ. κακίω (Α) 1. αναβλύζω, εκρέω, τρέχω άφθονα (α. «θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῑνάς τε», Ομ. Οδ. β. «ἐκ βυθοῡ κηκῑον αἷμα», Σοφ.) 2. αναπέμπω («θερμὴν ἔτι κήκιε πόντος ἀϋτμήν», Απολλ. Ρόδ.) 3. μέσ. κηκίομαι (για αίμα) στάζω… …

    Dictionary of Greek