ἐκπαιδευομένων

  • 1ἐκπαιδευομένων — ἐκπαιδεύω bring up from childhood pres part mp fem gen pl ἐκπαιδεύω bring up from childhood pres part mp masc/neut gen pl ἐκπαιδεύω bring up from childhood pres part mp fem gen pl ἐκπαιδεύω bring up from childhood pres part mp masc/neut gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …

    Dictionary of Greek