ἐκλυτικός
1εκλυτικός — ἐκλυτικός, ή, όν (Α) αυτός που προκαλεί έκλυση, ατονία …
2ἐκλυτικός — calculated to weaken masc nom sg …
3ἐκλυτικόν — ἐκλυτικός calculated to weaken masc acc sg ἐκλυτικός calculated to weaken neut nom/voc/acc sg …
4ἐκλυτικοῦ — ἐκλυτικός calculated to weaken masc/neut gen sg …
5ἐκλυτικωτάτη — ἐκλυτικός calculated to weaken fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …
6ἐκλυτικῆς — ἐκλυτικός calculated to weaken fem gen sg (attic epic ionic) …
7ἐκλυτική — ἐκλυτικός calculated to weaken fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
8ἐκλυτικήν — ἐκλυτικός calculated to weaken fem acc sg (attic epic ionic) …
9κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …