ἐκλεκτικός
1ἐκλεκτικός — capable of exercising moral choice masc nom sg …
2εκλεκτικός — ή, ό (AM ἐκλεκτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να εκλέγει σωστά 2. ο δύσκολος στην εκλογή, αυτός που δυσκολεύεται να εκλέξει 3. το αρσ. ως ουσ. οι Εκλεκτικοί οι οπαδοί τού εκλεκτικισμού, οι φιλόσοφοι που συνθέτουν δικό τους σύστημα… …
3εκλεκτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο δύσκολος στην εκλογή του, που δεν ικανοποιείται με οτιδήποτε, ο διαλεχτής: Είναι εκλεκτικός στις σχέσεις του. 2. (για εκλογές), που ψηφίζει διαλέγοντας υποψηφίους και όχι πολιτικό κόμμα, που προέρχεται από τέτοια εκλογή: Οι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐκλεκτικώτερον — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice adverbial comp ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice masc acc comp sg ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice neut nom/voc/acc comp sg …
5ἐκλεκτικῶν — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice fem gen pl ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice masc/neut gen pl …
6ἐκλεκτικόν — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice masc acc sg ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice neut nom/voc/acc sg …
7ἐκλεκτικοῦ — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice masc/neut gen sg …
8ἐκλεκτική — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
9ἐκλεκτικήν — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice fem acc sg (attic epic ionic) …
10ἐκλεκτικῶς — ἐκλεκτικός capable of exercising moral choice adverbial …