ἐκκολάπτω
1εκκολάπτω — (AM ἐκκολάπτω) (για πουλιά) προκαλώ την έξοδο τών νεοσσών από τα αβγά νεοελλ. 1. ( ομαι) (για πρόσωπα) προγυμνάζομαι, διαμορφώνομαι 2. (για κακές πράξεις) ωριμάζω και εμφανίζομαι, συντελούμαι …
2εκκολάπτω — εκκόλαψα, εκκολάφτηκα, μτβ. 1. σπάζω το αβγό για να βγει ο νεοσσός, ξεκλωσώ, βγάζω πουλιά. 2. το μέσ., εκκολάπτομαι, α. (για πτηνά και ψάρια), βγαίνω από το αβγό. β. (για πρόσωπα), μτφ., ασκούμαι, προγυμνάζομαι, διαμορφώνομαι: Στα πανεπιστήμια… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ἐκκεκολαμμένα — ἐκκολάπτω erase perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐκκεκολαμμένᾱ , ἐκκολάπτω erase perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐκκεκολαμμένᾱ , ἐκκολάπτω erase perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4ἐκκεκολαμμένον — ἐκκολάπτω erase perf part mp masc acc sg ἐκκολάπτω erase perf part mp neut nom/voc/acc sg …
5ἐκκολάπτει — ἐκκολάπτω erase pres ind mp 2nd sg ἐκκολάπτω erase pres ind act 3rd sg …
6ἐκκολάπτουσι — ἐκκολάπτω erase pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκκολάπτω erase pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
7ἐκκολάπτουσιν — ἐκκολάπτω erase pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκκολάπτω erase pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
8ἐξεκόλαπτον — ἐκκολάπτω erase imperf ind act 3rd pl ἐκκολάπτω erase imperf ind act 1st sg …
9ἐκκεκολαμμένη — ἐκκολάπτω erase perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
10ἐκκεκολαμμένος — ἐκκολάπτω erase perf part mp masc nom sg …