ἐκκολάπτω
41κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… …
42νεοσσεύω — (ΑΜ νεοσσεύω και νοσσεύω, Α αττ. τ. νεοττεύω, Μ και νοσσιεύω) [νεοσσός] κλωσσώ, εκκολάπτω νεοσσούς μσν. μτφ. (για πρόσ.) κατοικώ μσν. αρχ. (κυρίως το παθ.) ν(ε)οσσεύομαι φωλιάζω («ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα ἐν τῷ νηῷ», Ηρόδ.) αρχ.… …
43συμπέσσω — και αττ. τ. συμπέττω και δ. αν. συμπέπτω Α 1. καθιστώ κάτι ώριμο με θερμότητα («ἐπικάθηνται δ ἐπὶ τοῑς κηρίοις αἱ μέλιτται καὶ συμπέττουσιν», Αριστοτ.) 2. (σχετικά με εξάνθημα ή έλκος) επουλώνω 3. εκκολάπτω 4. ευνοώ την πέψη 5. παθ. συμπέσσομαι… …
44τίκτω — ΝΜΑ (λόγιος τ.) 1. (για γυναίκες και θηλυκά ζώα) γεννώ (α. «ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει», Απολυτίκιο Χριστουγέννων β. «ὅν τίκτε Διὶ φίλος ἱππότα Φυλεύς», Ομ. Ιλ. γ. «Στάσις καὶ Κρόνος... τίκτετον τύραννον», Κρατίν.) 2. (για πτηνά)… …
45ἐκκολάψας — ἐκκολάψᾱς , ἐκκολάπτω erase aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …