ἐκκολάπτω

  • 31ἐξεκόλαψαν — ἐκκολάπτω erase aor ind act 3rd pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 32ἐξεκόλαψε — ἐκκολάπτω erase aor ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 33ἐξεκόλαψεν — ἐκκολάπτω erase aor ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 34βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …

    Dictionary of Greek

  • 35εκγλύφω — (AM ἐκγλύφω) καθιστώ κάτι κοίλο με γλύφανο ή εκγλυφίδα μσν. φρ. «ἐξέγλυψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῡ» τού έβγαλαν τα μάτια) αρχ. εκκολάπτω, ξεπουλιάζω …

    Dictionary of Greek

  • 36εκλέπω — ἐκλέπω (Α) 1. ξεφλουδίζω 2. εκκολάπτω …

    Dictionary of Greek

  • 37εκνεοττεύω — ἐκνεοττεύω (Α) εκκολάπτω, κλωσσώ …

    Dictionary of Greek

  • 38εκπέσσω — ἐκπέσσω (Α) και αττ. τ. ἐκπέττω και ἐκπέπτω 1. μαγειρεύω καλά, για πολλή ώρα 2. (για ζώα) χωνεύω εντελώς 3. (για φυτό) ωριμάζω 4. (για τροφή) αφομοιώνομαι 5. (για αβγό) εκκολάπτω 6. (για απόστημα) γεμίζω πύον …

    Dictionary of Greek

  • 39εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 40θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek