ἐκδύνω
1εκδύνω — (AM ἐκδύνω) βλ. εκδύω …
2εκδύω — και εκδύνω και εκγδύνω (AM ἐκδύω και ἐκδύνω) 1. αφαιρώ τα ρούχα ή το περίβλημα, γδύνω 2. αποστερώ 3. μέσ. γδύνομαι, βγάζω τα ρούχα μου αρχ. μσν. χάνω, αποβάλλω μσν. 1. ληστεύω, λεηλατώ 2. (για πλοία) ξαρματώνω 3. (για πόλη) αδειάζω 4. μέσ.… …
3γδύνω — Ι. 1. αφαιρώ τα ενδύματα, γυμνώνω 2. κλέβω, αφαιρώ από κάποιον τα κινητά υπάρχοντα του, τόν απογυμνώνω 3. εξαντλώ κάποιον οικονομικά 4. (για σπαθί) γυμνώνω, βγάζω απ τη θήκη II. γδύνομαι βγάζω τα ρούχα μου, όλα ή μερικά απ αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. γδύνω… …
4ՄԵՐԿԱՆԱՄ — (ացայ, ցի՛ր.) NBH 2 0255 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c ն.չ.հ. ἑκδύνω, ἑκδύω, ἑκδιδύσκω exuo περιαιρέω, ἁφαιρέω aufero, tollo γυμνόω nudo, denudo ἁποκαλύπτω revelo, retego ἑκσπάω detraho, spolio. Մերկ… …
5ՄԵՐԿԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0255 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c ն. ἑκδύνω, ἁποκαλύπτω revelo. Տալ մերկանալ այլոց. կապտել. հանել, զերծուլ՝ բառնալ զհանդերձս. բանալ. Տե՛ս եւ ՄԵՐԿԱՆԱԼ, եւ ՄԵՐԿԵԼ. հանուեցնել. ... *Մերկացո՛ յահարոնէ… …
6ՄԵՐԿԵՄ — (կացի, կաց կամ կեաց, կեա՛. կր. կեա՛ց.) NBH 2 0255 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c ἑκδύνω, ἁπεκδύω exuo ἁποκαλύπτω revelo, retego. Նոյն ընդ Մերկացուցանել. հանել, հանուիլ. ... *Մերկացին զպատմուճանն նորա ծաղկեայ ʼի նմանէ:… …
7ՓՐԾԱՆԻՄ — (ծայ, ծեալ կամ ծուցեալ.) NBH 2 0963 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 10c, 11c διασώζομαι, ἑκφεύγω salvus pervenio, evado; effugio ἑκδύω, ἑκδύνω exuo me, eximor, liberor. Փրթանիլ. պրծանիլ. զերծանիլ ճողոպրիլ. ողջանդամ… …
8ՔԱՂԵՄ — (եցի.) NBH 2 0971 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 10c, 12c ն. συλλέγω, ἁναλέγω, ἁπολέγομαι colligo κνίζω vellico, excerpo ἑκδύνω exuo ἁμάω meto. Ժողովել. հաւաքել. կթել զբերս. կորզել. փրթուցանել. խլել. հանել. հնձել.… …