ἐκδιαβαίνω
1εκδιαβαίνω — ἐκδιαβαίνω (Α) διαβαίνω από δύσκολο πέρασμα …
2ἐκδιαβάντες — ἐκδιαβαίνω pass quite over aor part act masc nom/voc pl …
1εκδιαβαίνω — ἐκδιαβαίνω (Α) διαβαίνω από δύσκολο πέρασμα …
2ἐκδιαβάντες — ἐκδιαβαίνω pass quite over aor part act masc nom/voc pl …