ἐκδέχομαι
101παρεκδέχῃ — παρά ἐκδέχομαι take pres subj mp 2nd sg παρά ἐκδέχομαι take pres ind mp 2nd sg …
102συνεκδεχόμεθα — σύν ἐκδέχομαι take pres ind mp 1st pl σύν ἐκδέχομαι take imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
103ἐκδεξομένας — ἐκδεξομένᾱς , ἐκδέχομαι take fut part mid fem acc pl ἐκδεξομένᾱς , ἐκδέχομαι take fut part mid fem gen sg (doric aeolic) ἐκδεξομένᾱς , ἐκδείκνυμι exhibit fut part mid fem acc pl (ionic) ἐκδεξομένᾱς , ἐκδείκνυμι exhibit fut part mid fem gen sg …
104ἐκδεχομένας — ἐκδεχομένᾱς , ἐκδέχομαι take pres part mp fem acc pl ἐκδεχομένᾱς , ἐκδέχομαι take pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …
105ἐκδέξῃ — ἐκδέξηι , ἔκδεξις succession fem dat sg (epic) ἐκδέχομαι take aor subj mid 2nd sg ἐκδέχομαι take fut ind mid 2nd sg ἐκδείκνυμι exhibit aor subj mid 2nd sg (ionic) ἐκδείκνυμι exhibit aor subj act 3rd sg (ionic) ἐκδείκνυμι exhibit fut ind mid 2nd… …
106ἐκδέχετ' — ἐκδέχεται , ἐκδέχομαι take pres ind mp 3rd sg ἐκδέχετο , ἐκδέχομαι take imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …
107απρόθετος — η, ο 1. γραμμ. ο χωρίς πρόθεση ή πρόθεμα 2. φρ. α) «απρόθετα ρήματα» αυτά που δεν είναι σύνθετα με πρόθεση (π.χ. δέχομαι έναντι των αποδέχομαι, εκδέχομαι, παραδέχομαι) β) «απρόθετα ουσιαστικά» αυτά που δεν έχουν πρόθεμα (π.χ. χταπόδι, βδέλλα αντί …
108δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …
109παρεκδέχομαι — Α εκλαμβάνω ή αντιλαμβάνομαι κάτι λανθασμένα, παρανοώ, παρερμηνεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκδέχομαι «δέχομαι, εκλαμβάνω, ερμηνεύω»] …
110προεκδέχομαι — Α ανακόπτω την πορεία με παρεμβολή, αναχαιτίζω προηγουμένως («ὅρη ὑψηλά τὰ προεκδεχόμενα ἅπαντα τούς... ἀνέμους», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκδέχομαι «αναλαμβάνω, παίρνω πάνω μου, συγκρατώ»] …