ἐκέρδησα

  • 1ἐκέρδησα — κερδαίνω gain aor ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 3κερδέζω — (Μ) 1. κατορθώνω να αποκτήσω κάτι 2. φρ. «κερδέζω τον πόλεμο» νικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < ἐκέρδησα, αόρ. τού κερδαίνω] …

    Dictionary of Greek

  • 4χορταίνω — Ν 1. τρώω ώσπου να έλθει ο κορεσμός 2. γεμίζω («τα πλοία... που ως να ήπιαν φως κι έχουν χορτάσει», Γρυπ.) 3. μτφ. α) απολαμβάνω κάτι ώσπου να έλθει ο κορεσμός («χόρτασα φέτος χορό») β) μπουχτίζω, αηδιάζω («χόρτασα πια τις ψευτιές του») 4. παροιμ …

    Dictionary of Greek