1ἐκέντησα — κεντάω aor ind act 1st sg (attic ionic) κεντέω prick aor ind act 1st sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2κεντίζω — κεντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού κεντώ σχηματισμένος από τον αόρ. εκέντησα (πρβλ. κεντώ, ἐκέντησα κεντίζω) που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστ. σε ίζω] …
Dictionary of Greek