ἐθελοθρησκείᾳ
1ἐθελοθρησκεία — ἐθελοθρησκείᾱ , ἐθελοθρησκεία will worship fem nom/voc/acc dual ἐθελοθρησκείᾱ , ἐθελοθρησκεία will worship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἐθελοθρησκείᾳ — ἐθελοθρησκείᾱͅ , ἐθελοθρησκεία will worship fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ἐθελοθρησκείας — ἐθελοθρησκείᾱς , ἐθελοθρησκεία will worship fem acc pl ἐθελοθρησκείᾱς , ἐθελοθρησκεία will worship fem gen sg (attic doric aeolic) …
4ἐθελοθρησκείαν — ἐθελοθρησκείᾱν , ἐθελοθρησκεία will worship fem acc sg (attic doric aeolic) …
5εθελοθρησκία — η (AM ἐθελοθρησκεία) ατομική, αυθαίρετη θρησκευτική πίστη και λατρεία …
6θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …