ἐθειρᾶν

  • 1ἐθειρᾶν — ἔθειρα hair fem gen pl (doric aeolic) ἐθειράζω have long hair fut part act masc voc sg (doric aeolic) ἐθειράζω have long hair fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐθειράζω have long hair fut part act masc nom sg (doric aeolic) ἐθειράζω …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ἔθειραν — ἔθειρα hair fem acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3λεπτότριχος — η, ο και λεπτόθριξ, ο, η (Α λεπτόθριξ, τριχος και λεπτότριχος, ον) αυτός που έχει λεπτές τρίχες («λεπτότριχα... ἔθειραν», Βακχυλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 4φρίττω — και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α [φρίξ, φρικός] 1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά 2. (κατ επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζω («πεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.) 3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση… …

    Dictionary of Greek

  • 5ψάλλω — ΝΜΑ, και ψέλνω Ν άδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάρια νεοελλ. 1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο») 2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;») 3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω 4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα… …

    Dictionary of Greek