ἐδώδιμον

  • 1ἐδώδιμον — ἐδώδιμος eatable masc acc sg (ionic) ἐδώδιμος eatable neut nom/voc/acc sg (ionic) ἐδώδιμος eatable masc/fem acc sg ἐδώδιμος eatable neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2επιπαλαμώμαι — ἐπιπαλαμῶμαι, άομαι (Α) [παλαμώμαι] μηχανεύομαι, επινοώ σχέδια («οἱ κόλακες συνέθεον ἐπιπαλαμησόμενοι ὁρῶντες ἐδώδιμον ἔτι ὄντα τὸν Δεινίαν», Λουκιαν.) …

    Dictionary of Greek

  • 3κάνδαυλος — και κάνδυλος και εσφ. γρ. κάνδυτος, ὁ (Α) είδος εδέσματος ή γλυκίσματος τών Λυδών, που παρασκευαζόταν με ποικίλους τρόπους («κάνδυλος διὰ λαγῴων καὶ γάλακτος καὶ τυροῡ καὶ μέλιτος πέμμα ἐδώδιμον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι… …

    Dictionary of Greek

  • 4κορίανδρο ή κόλιαντρος — Ποώδες φυτό της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι κ. το εδώδιμον (Coriandrum sativum). Έχει ύψος 30 60 εκ., είναι λείο και κάθετα γραμμωτό. Τα φύλλα του είναι πτεροσχιδή και όταν τρίβονται αναδίδουν… …

    Dictionary of Greek

  • 5ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …

    Православная энциклопедия