ἐδύνατο

  • 1ἐδύνατο — δύναμαι to be able imperf ind mp 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ἐδύναθ' — ἐδύνατο , δύναμαι to be able imperf ind mp 3rd sg ἐδύ̱νατε , δύω 2 cause to sink aor ind act 2nd pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ἐδύνατ' — ἐδύνατο , δύναμαι to be able imperf ind mp 3rd sg ἐδύ̱νατε , δύω 2 cause to sink aor ind act 2nd pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4Claremont Profile Method — was elaborated by Ernst Cadman Colwell and his students. Professor Frederik Wisse attempted to establish an accurate and rapid procedure for the classification of the manuscript evidence of any ancient text with large manuscript attestation, and… …

    Wikipedia

  • 5COUS — I. COUS in tesserarum ludo senionem notat, sicut Chius unionem: Suidas, ὁ μεν` γὰρ Χίος ἐδύνατο ἕν, ὅδε Κῶος ἕξ. Hinc notum Graecorum Proverb. Κῶος πρὸς Χίον, cum magna parvis, gigas pygmaeo confertur. Aliter Venus dicebatur, pro iactu… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 6MONAS — in talorum, iactu unitatem denotat, Angl. Ace, sicut senio sex unitates, Angl. Sice: Apud Graecos Monas Χίος dictus est, ut patet ex Proverbio Κῶος καὶ Χίος, de quo Suidas, ὁ μὲν γὰρ Χίος, inquit, ἐδύνατο ἕν, ὅδ3 Κῶος ἓξ, Chius quidem valebat… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 7ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …

    Dictionary of Greek

  • 8δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… …

    Dictionary of Greek

  • 9κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 10κατανοώ — (AM κατανοῶ, έω) 1. εννοώ κάτι καλά, καταλαβαίνω πλήρως (α. «οι μαθητές κατανόησαν το μάθημα» β. «οὐ γάρ που κατανοῶ τὸ νῡν ἐρωτώμενον», Πλάτ.) 2. αντιλαμβάνομαι («από τις μετακινήσεις τού εχθρού κατανόησαν ότι θα γίνει επίθεση») 3. σχηματίζω… …

    Dictionary of Greek