ἐδάμην
1ἐδάμην — δαμάω imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) δαμάω imperf ind act 1st sg δαμάζω overpower aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) δαμάζω overpower aor ind pass 1st sg …
2άδαμος — ἄδαμος, ον (Α) ο αδάμαστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἐδάμην, παθ. αόρ. β΄ τού δάμνημι, «δαμάζω»] …
3δαμνοδάμεια — δαμνοδάμεια, η (Α) αυτή που υποτάσσει (επίθετο τής Σελήνης στη μαγική ορολογία). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. δάμνημι + (θ.) δαμ τού παθ. αορ. εδάμην τού ρ. δάμνημι*] …